Στο πλοίο

Κάποιες στιγμές νιώθει να τον πνίγει η παρουσία τους ενώ κάποιες άλλες νιώθει ασφάλεια έχοντας τους συνταξιδιώτες του γύρω του. Αισθάνεται προστατευμένος από αυτό το αμίλητο και ακίνητο ανθρώπινο τείχος. Μια πηχτή μάζα κρέατος, σαν ένα υπερφυσικό μα τρυφερό τέρας που ανασαίνει βαριά και ζεσταίνει την καμπίνα. Οι ανησυχίες και οι φόβοι του κάθε άγρυπνου ταξιδιώτη χτυπάνε πάνω του. Όλα γίνονται μεγάλα στο κεφάλι του μια τέτοια ώρα. Πολλή βροχή, δυνατός αέρας, νύχτα βαθιά. Δεν βοηθάνε. Προσπαθεί να συνέλθει από τα φαντάσματα που νιώθει να τον περιτριγυρίζουν και να τον ζυγώνουν. Απλώνει το χέρι και πιάνει το παγούρι με το νερό. Βρέχει λίγο το πρόσωπο του, ελπίζοντας να νιώσει καλύτερα.
Σκοτάδι, καταμεσής του Αιγαίου. Στην καμπίνα πίσσα. Πού και πού κάποια αστραπή χαράζει τον ουρανό και η καμπίνα φωτίζεται. Έπειτα πάλι σκοτάδι. Το πλοίο τραβάει ρότα βορειοανατολικά. Θα πρέπει τώρα να βρίσκεται στο κέντρο του πελάγους, ακριβώς εκεί όπου οι βόρειοι άνεμοι χυμάνε ανεμπόδιστοι κατεβαίνοντας από τον Αίμο και σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Το νιώθει πως είναι εκτεθειμένοι. Από μια πλευρά το απολαμβάνει κιόλας. Ζαλίζεται ελαφρά και μαζί με το κεφάλι του ζαλίζονται και οι σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό του. Ανακατεύονται σε ένα απίστευτο συνονθύλευμα, κάνοντας έτσι τη ζαλάδα και τη θολούρα ακόμη μεγαλύτερες. Το αύριο φαντάζει εντελώς αλλόκοτο πια -σχεδόν ακατανόητο. Δική του επιλογή ήταν όμως να πάει στο νησί. Αυτός είχε ζητήσει τη μετάθεση για τον συγκεκριμένο προορισμό. Θα μπορούσε να βρισκόταν στη στεριά αλλά δεν θέλησε. Το είχαν αποφασίσει μαζί. Εκείνη βρισκόταν ήδη στο νησί από τα τέλη Σεπτεμβρίου. Το πανεπιστήμιο της έδινε τη δυνατότητα να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της εκεί, σε μια πολύ πρόσφατη και σύγχρονη έδρα με καλή φήμη στον τομέα της. Θα ήταν λοιπόν μαζί, στον ίδιο τόπο. Έτσι η θητεία θα γινόταν πολύ πιο εύκολη για εκείνον ενώ και εκείνη δεν θα τον αποχωριζόταν. Το στρατόπεδό του δεν ήταν πολύ μακριά από την πόλη και θα μπορούσαν να συναντιούνται στις ολιγόωρες εξόδους του. Ίσως καμιά φορά κατάφερνε να παίρνει και διανυκτέρευση.
Καλά ακούγονταν και έδειχναν όλα. Κάτι όμως τον ανησυχούσε. Τελευταία τα πράγματα δεν πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους. Εκείνη έδειχνε ανήσυχη, ταραγμένη. Όσες φορές εκείνος προσπάθησε να την πλησιάσει και να την ξεκλειδώσει, στάθηκε αδύνατο. Σα να μην ήξερε κι εκείνη τι ήταν αυτό που τη βασάνιζε. Δεν την πίεζε. Πίστευε πως τα πράγματα θα έκαναν τον κύκλο τους και θα έβρισκαν το δρόμο και τις απαντήσεις τους. Εξάλλου, ήξερε πολύ καλά πως με την πίεση δεν πετυχαίνεις ποτέ τίποτα. Οι μήνες περνούσαν κι εκείνη τον κοίταζε με ολοένα και μεγαλύτερη αγωνία και μερικές φορές με κάτι σαν τρόμο στα μάτια της. Την ένιωθε να ιδρώνει και να σφίγγει τα δόντια της για να αποδιώξει κάποιον κακό εφιάλτη που την τριγύριζε. Πάλευε μόνη της. Αυτός, εκ των πραγμάτων, δεν είχε και πολλά περιθώρια να την πλησιάσει. Οι ελάχιστες άδειες που έπαιρνε κάποια Σαββατοκύριακα δεν ήταν αρκετές για να προλάβουν οι δυο τους να συντονιστούν και να ξαναπιάσουν το νήμα από εκεί όπου το είχαν αφήσει την προηγούμενη φορά. Και σίγουρα είχαν μεσολαβήσει καινούργια γεγονότα, άλλες σκέψεις και διαδρομές του μυαλού και της ψυχής, που δημιουργούσαν ολοένα και μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ τους. Ευχόταν η απόφαση να βρεθούν μαζί στο νησί να μην έβγαινε σε κακό. Η αλήθεια είναι ότι φοβόταν. Ήξερε το δύσκολο και -κάποιες φορές- σκοτεινό παρελθόν της. Δεν είχε περάσει εύκολα παιδικά χρόνια και οι πληγές που είχαν ανοίξει τότε πονούσαν ακόμη.
Τώρα το πλοίο κούναγε λιγότερο. Πρέπει να είχαν μπει στο μπουγάζι. Οι άνεμοι του βόρειου Αιγαίου δεν τους χτυπούσαν πια. Κάπου μπροστά, μακριά τους ακόμη, οι σκοτεινοί ορεινοί όγκοι του νησιού είχαν αρχίσει να τους προστατεύουν. Οι άνδρες εξακολουθούσαν να κοιμούνται βαθιά. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να κοιτάξει έξω από το φινιστρίνι μήπως δει κάποιο φως. Τίποτα. Ήταν και η βροχή που θόλωνε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα και μείωνε την ορατότητα. Λογικά πρέπει να είχαν ακόμη γύρω στις δυο ώρες ταξίδι. Θα έφταναν με το ξημέρωμα. Όλη νύχτα δεν κατάφερε να κλείσει μάτι σχεδόν καθόλου. Και τον περίμενε δύσκολη μέρα. Έπρεπε να παρουσιαστεί στη νέα του μονάδα και να ενταχθεί στη νέα του ζωή. Χαρτιά, γραφειοκρατία, νέοι αξιωματικοί, νέοι στρατιώτες γύρω του. Μια μέρα σκοτεινή και βροχερή σε έναν ξένο τόπο. Δεν είχε ξανάρθει, ήταν η πρώτη φορά. Στο τηλέφωνο εκείνη του περιέγραφε το νησί με τα καλύτερα χρώματα. Πήγαινε ήδη καθημερινά στο πανεπιστήμιο και είχε αρχίσει να έχει τις πρώτες σχέσεις με κάποιους ανθρώπους. Ακουγόταν χαρούμενη και αισιόδοξη. Η επιστήμη της ήταν για εκείνη πάντα ένα μεγάλο στήριγμα και μια μεγάλη απελευθέρωση από όσα την ταλαιπωρούσαν μέσα της. Προς το παρόν έμενε σε μια πανσιόν στην άκρη της πόλης και του έλεγε πως οι οικοδεσπότες είναι πολύ καλοί και ζεστοί άνθρωποι. Θα τους γνώριζε κι εκείνος. Και θα προσπαθούσε να ζήσει. Μέσα απ' τη χαραμάδα που θα του επέτρεπε η θητεία. Σε κάποιες εξόδους, ίσως και σε μερικές διανυκτερεύσεις μαζί της.